Ψυχολογία και διατροφή: ο ρόλος της ρύθμισης της όρεξης

Ο σύγχρονος άνθρωπος καλείται σήμερα να υιοθετήσει – μέσα σε ένα δυσμενές περιβάλλον – διατροφικές συνήθειες και συμπεριφορές που προάγουν ολιστικά την υγεία. Παρ᾽ όλα αυτά, πολύ συχνά η αντίληψη του ρόλου της τροφής στη ζωή φαίνεται πως επηρεάζεται από σύνθετους ενδοπροσωπικούς και συναισθηματικούς παράγοντες. Έτσι, η σχέση του ατόμου με την τροφή παύει να αφορά απλώς την καθαρή απόλαυση μιας συμπεριφοράς που προάγει την επιβίωση. Μάλιστα, επιμέρους προβληματικές διατροφικές συμπεριφορές μπορεί να επιτελούν τον ρόλο του συμπτώματος που μαρτυρά την ύπαρξη μιας συναισθηματικής δυσκολίας.

Γράφει η
Αλεξία Κατσαρού
Διαιτολόγος – Διατροφολόγος, Συνεργάτις της Γ᾽ Χειρουργικής Κλινικής του ΥΓΕΙΑ

Το χρόνιο στρες, οι αγχώδεις διαταραχές, η κατάθλιψη πολύ συχνά επισκιάζουν τη σχέση του ατόμου με το φαγητό, μετατρέποντας μια απλή πράξη θρέψης σε καταναγκαστική και μη συνειδητή συμπεριφορά. Επί παραδείγματι, το στρες συχνά τροποποιεί την πρόσληψη τροφής (αυξημένη κατανάλωση ενέργειας, κορεσμένου λίπους, απλών σακχάρων) στα άτομα εκείνα που είναι πιο ευάλωτα, προωθώντας την κατανάλωση φαγητού ως τρόπο αντιμετώπισης μιας πρόκλησης. Αυτή η μη ομοιοστατική λήψη τροφής συμβάλλει στην αύξηση του σωματικού βάρους, την αύξηση της πιθανότητας εμφάνισης χρόνιων νόσων σχετιζόμενων με τη διατροφή και υπονομεύει την πνευματική και κοινωνική ευεξία του ατόμου.

Διατροφική θεραπεία και διαχείριση του συμπτώματος

Διατροφικά, θεραπευτικό στόχο δεν αποτελεί απλά η ρύθμιση του βάρους του ατόμου, αλλά η μόνιμη αποκατάσταση της σχέσης του με το φαγητό. Αυτή η μη πυροσβεστική αντιμετώπιση δεν επιτυγχάνεται απλώς με την εφαρμογή μιας δίαιτας. Η ανάγκη διερεύνησης και κατανόησης των προσωπικών αιτιών που οδηγούν σε προβληματικές διατροφικές συμπεριφορές είναι αναμφισβήτητη. Τον στόχο αυτό συνυπηρετεί και η ψυχοθεραπευτική διαδικασία, η οποία διευκολύνεται ιδιαίτερα από τη διαχείριση του συμπτώματος, που εν προκειμένω εμπλέκει τη διαδικασία κατανάλωσης τροφής.

Η διατροφική και συμπεριφορική διαχείριση του συμπτώματος βασίζεται στην εγκεφαλική ρύθμιση της όρεξης, η οποία οργανώνεται σε τρία επίπεδα. Το πρώτο είναι το «ομοιοστατικό», όπου μέσω ενός κυκλώματος ο εγκέφαλος προωθεί την κατανάλωση απαραίτητης, αλλά και επαρκούς ενέργειας για τη διατήρηση ενός σταθερού σωματικού βάρους. Το δεύτερο είναι το «ηδονικό-γευστικό», το οποίο έχει κατασκευαστεί για να καθιστά ευχάριστες συμπεριφορές που ευνοούν την επιβίωση, όπως η λήψη τροφής. Το επίπεδο αυτό λειτουργεί παράλληλα και συνεργάζεται με το πρώτο (ομοιοστατικό) επίπεδο, αλλά δύναται και να προωθεί την κατανάλωση ιδιαίτερα γευστικής τροφής παραβλέποντας την ύπαρξη του φυσιολογικού σήματος του κορεσμού. Το τρίτο επίπεδο είναι το «γνωσιακό», το οποίο προωθεί την έλλογη συμπεριφορά, δηλαδή την πιο συνειδητή κατανάλωση τροφής και σχετίζεται με τη δεξιότητα του ατόμου να αυτορυθμίζει τη συμπεριφορά του, να κατανοεί τα συναισθήματά του, αλλά και να αλληλεπιδρά με τον κοινωνικό του περίγυρο και το περιβάλλον.

Η ισορροπημένη ρύθμιση της όρεξης και, συνεπώς, του σωματικού βάρους επιτυγχάνονται όταν αυτά τα τρία επίπεδα λειτουργούν συνεργατικά και σε ισορροπία. Ωστόσο, αυτό το πολύπλοκο και εξαιρετικό κατά τα άλλα προαναφερθέν σύστημα φαίνεται πως αδυνατεί να αντεπεξέλθει με ακρίβεια σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον. Τα συνεχή ερεθίσματα του εξωτερικού περιβάλλοντος (ενδοπροσωπικά, γευστικά κ.λπ.) υπερευαισθητοποιούν το «ηδονικό» και «γνωσιακό» επίπεδο, προωθώντας τη μη ομοιοστατική κατανάλωση τροφής.

Ο επαναπρογραμματισμός του εγκεφάλου μας όσον αφορά το σύστημα που ελέγχει την πρόσληψη τροφής, αλλά και η επανατοποθέτηση του ατόμου απέναντι στις προκλήσεις της ζωής, συνεργάζονται για την καλλιέργεια μιας ισορροπημένης διατροφικής συμπεριφοράς και την προαγωγή της υγείας.