Σακχαρώδης διαβήτης στην κύηση

Γράφει η
Ευανθία Διαμάντη
Δ/ντρια Τμήματος Ενδοκρινολογίας & Σακχαρώδη Διαβήτη

Ο διαβήτης κύησης αποτελεί ένα διακριτό τύπο διαβήτη, ο οποίος εμφανίζεται μόνο κατά τη διάρκεια της κύησης, με συχνότητα περίπου 5% όλων των κυήσεων. Οφείλεται στην αυξανόμενη έκκριση ορμονών από τον πλακούντα, που εμποδίζουν την ινσουλίνη να μεταφέρει τη γλυκόζη μέσα στα κύτταρα, με αποτέλεσμα να συσσωρεύεται όλο και περισσότερη γλυκόζη στο αίμα. Στις περισσότερες περιπτώσεις, τα επίπεδα του σακχάρου αίματος μπορούν να ρυθμιστούν με προσεκτική διατροφή και άσκηση. Ωστόσο, κάποιες γυναίκες θα χρειαστούν και πιο εντατική θεραπεία με ινσουλίνη. Συνήθως, ο διαβήτης κύησης υποχωρεί με το τέλος της κύησης, χωρίς αυτό όμως να σημαίνει ότι οι γυναίκες αυτές αποχαιρέτησαν για πάντα τον διαβήτη από τη ζωή τους, αφού βρίσκονται σε αυξημένο κίνδυνό για να εμφανίσουν διαβήτη τύπου ΙΙ στη μετέπειτα ζωή τους.

Παρά το γεγονός ότι ακόμα δεν έχουμε σκιαγραφήσει πλήρως τα ακριβή αίτια του διαβήτη κύησης, οι παράγοντες κινδύνου που μπορεί να αυξήσουν την πιθανότητα εμφάνισης του είναι ευρέως γνωστοί:

  • Οικογενειακό ιστορικό διαβήτη
  • Παχυσαρκία
  • Καθιστικός τρόπος ζωής
  • Ατομικό ιστορικό διαβήτη ή μακροσωμίας νεογνού σε προηγούμενη κύηση
  • Ατομικό ιστορικό συνδρόμου πολυκυστικών ωοθηκών ή αντίστασης στην ινσουλίνη

Η διάγνωση του διαβήτη κύησης γίνεται μέσω της καμπύλης σακχάρου, η οποία πραγματοποιείται συνήθως κατά την 24η-28η εβδομάδα της κύησης. Σε περίπτωση παρουσίας κάποιου από τους ανωτέρω παράγοντες κινδύνου, η εξέταση αυτή θα πρέπει να πραγματοποιηθεί νωρίτερα, ώστε μέσω της πιο έγκαιρης παρέμβασης να ελαχιστοποιήσουμε τις επιπλοκές του διαβήτη.

Όταν μία έγκυος γυναίκα διαγνωστεί με διαβήτη κύησης, τόσο η ίδια όσο και το έμβρυο είναι πιο επιρρεπείς στην εμφάνιση διαφόρων επιπλοκών. Αρχικά, αυξάνεται η πιθανότητα εμφάνισης άλλων επιπλοκών της κύησης, όπως προεκλαμψία, όπως και η πιθανότητα πρόωρου τοκετού. Γυναίκες με διαβήτης κύησης γεννούν μωρά με μεγάλο σωματικό βάρος (μακροσωμία), κάτι που μπορεί να οδηγήσει σε δυσκολία προώθησης του εμβρύου από τη γεννητική οδό και, κατ’ επέκταση, τον τραυματισμό του (κάκωση βραχιονίου πλέγματος). Τέλος, τα νεογνά μπορεί να εμφανίσουν υπογλυκαιμία ή αναπνευστική δυσχέρεια μετά τη γέννηση.