Αιδοιοκολπίτιδα στην παιδική ηλικία

Με τον όρο αυτό περιγράφεται η λοίμωξη του αιδοίου και του κόλπου. Συχνότερα προσβάλλεται αρχικά το αιδοίο και ακολουθεί η μόλυνση του κόλπου, ενώ δεν αποκλείεται και το αντίθετο.

Γράφει ο
Παντελής A. Τσίμαρης
Μαιευτήρας – Γυναικολόγος, Ειδικός Παιδογυναικολόγος, Επιστημονικός Συνεργάτης Τμήματος Παιδικής – Εφηβικής Γυναικολογίας Παίδων ΜΗΤΕΡΑ

Οι συνηθέστερες εκδηλώσεις είναι: ερυθρότητα του αιδοίου, κνησμός, δυσκολία στην ούρηση και κολπική υπερέκκριση. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων πρόκειται για “μη ειδική κολπίτιδα”, δηλαδή για μια κολπίτιδα στην οποία δεν απομονώνεται συγκεκριμένο παθογόνο αίτιο. Στην αντίθετη περίπτωση, η κολπική υπερέκκριση και το ερύθημα του αιδοίου και του κόλπου αποτελούν χαρακτηριστικά ευρήματα καταδεκτικά πιθανού παθογόνου αιτίου. Η σωστή υγιεινή και περιποίηση της περιοχής πολλές φορές αρκούν για να επιλυθεί το πρόβλημα αυτό. Οι μύκητες δεν αποτελούν συχνό αίτιο αιδοιοκολπίτιδας στην παιδική ηλικία.

Οι παράγοντες κινδύνου για την εκδήλωση της νόσου είναι κυρίως ανατομικοί. Η έλλειψη της τρίχωσης του εφηβαίου (φυσιολογικό χαρακτηριστικό της προεφηβείας), η έλλειψη λίπους από τα μεγάλα χείλη του αιδοίου, το λεπτό και ευαίσθητο δέρμα του αιδοίου και ο ατροφικός κολπικός βλεννογόνος αποτελούν τα χαρακτηριστικότερα ανατομικά αίτια. Στην παιδική ηλικία, δεν υπάρχουν οιστρογόνα, και έτσι το ουδέτερο pH του κόλπου αποτελεί το πλέον πρόσφορο περιβάλλον για την ανάπτυξη παθογόνων μικροοργανισμών.

Η πτωχή υγιεινή στην παιδική ηλικία αποτελεί έναν επιπλέον παράγοντα κινδύνου. Η μη συχνή πλύση των χεριών, ο ανεπαρκής καθαρισμός του αιδοίου μετά από την κένωση του εντέρου και η λανθασμένη κίνηση του χάρτου υγιεινής από την οπίσθια προς την πρόσθια επιφάνεια αναφέρονται συχνότατα από τα κοριτσάκια με αιδοιοκολπίτιδα. Συνθετικά εσώρουχα, αρωματικά σαπούνια καθώς και η άμμος αποτελούν ιδιαίτερα ερεθιστικά του αιδοίου. Δεν πρέπει τέλος να λησμονείται η πιθανότητα ύπαρξης ξένου σώματος ή η σεξουαλική κακοποίηση ιδιαιτέρως σε υποτροπιάζουσες αιδοιοκολπίτιδες.

Η διαγνωστική προσέγγιση του προβλήματος αυτού ξεκινά με τη λήψη ενδελεχούς ιστορικού από το παιδί και τους γονείς / κηδεμόνες του. Συγκεκριμένες ερωτήσεις μπορούν συχνότατα να αναδείξουν τον παθογενετικό μηχανισμό. Κατά τη φυσική εξέταση της μικρής ασθενούς ελέγχονται σημεία που καθοδηγούν τη διαγνωστική προσέγγιση και δε περιορίζονται μόνο στην πάσχουσα περιοχή. Σε κάθε περίπτωση η εξέταση ολοκληρώνεται με την ειδική λήψη καλλιεργειών κολπικών υγρών.

Στις περιπτώσεις “μη ειδικής κολπίτιδας”, η βελτίωση των υγειονομικών συνηθειών συχνότατα αρκεί για να επιλύσει το πρόβλημα. Η πλύση του αιδοίου με άφθονο χλιαρό νερό, η χρήση ουδέτερων σαπουνιών, η επιμελής έκπλυση του σαπουνιού από το αιδοίο και η διατήρηση όσο το δυνατόν στεγνότερης της περιοχής αποτελούν βασικούς αρχικούς κανόνες αντιμετώπισης. Ειδικά για το στέγνωμα του αιδοίου μπορεί να χρησιμοποιηθεί το σεσουάρ μαλλιών στον κρύο αέρα. Η εφαρμογή τοπικών προστατευτικών κρεμών στεγανοποιεί το δέρμα του αιδοίου και μπορεί να επιφέρει ταχύτερη ανακούφιση από τα συμπτώματα.

Όλα τα παραπάνω δεν έχουν θέση στις περιπτώσεις όπου έχουμε δύσοσμο κολπικό έκκριμα καθώς αυτό υποδηλώνει την ύπαρξη συγκεκριμένου παθογόνου μικροοργανισμού. Επίσης εφόσον δεν υπάρξει βελτίωση εντός 48 ωρών, πρέπει να αναζητείται εξειδικευμένη παιδογυναικολογική εκτίμηση.

Η αιδοιοκολπίτιδα αποτελεί το συχνότερο γυναικολογικό πρόβλημα στη βρεφική, παιδική και περιεφηβική ηλικία.