Παχυσαρκία: μεταβολικό σύνδρομο

Με τον όρο μεταβολικό σύνδρομο περιγράφεται η κλινική συνύπαρξη παθολογικών διαταραχών που μπορεί να οδηγήσει μακροπρόθεσμα στην ανάπτυξη καρδιαγγειακής νόσου και διαβήτη τύπου 2.

Γράφει η
Γεωργία Τσαγκαράκη – Παπαδοπούλου
Ενδοκρινολόγος, Επιστημονική Συνεργάτις του ΜΗΤΕΡΑ

Τα κριτήρια που χρησιμοποιούνται για τη διάγνωση του συνδρόμου είναι η κεντρική παχυσαρκία, η υπεργλυκαιμία, η δυσλιπιδαιμία και η αρτηριακή υπέρταση. Στον ορισμό του μεταβολικού συνδρόμου εμπερικλείεται τόσο ο κίνδυνος ανάπτυξης των παραπάνω διαταραχών όσο και αυτή καθ᾽ εαυτήν η συνύπαρξή τους.

Εκτός των βασικών συνιστωσών του μεταβολικού συνδρόμου, αναφέρεται και μια σειρά άλλων διαταραχών που σχετίζονται με αυτό όπως η υπερουριχαιμία, το λιπώδες ήπαρ, η υπνική άπνοια, το σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών, η αυξημένη πηκτικότητα του αίματος.

Αναμφίβολα, η έκφραση του συνδρόμου επηρεάζεται από τροποποιήσιμους και μη παράγοντες, όπως η γενετική προδιάθεση, η εθνικότητα, η ηλικία, η έλλειψη άσκησης, η κακή διατροφή.

Η παγκόσμια «επιδημία» της παχυσαρκίας και του σακχαρώδους διαβήτη φαίνεται να είναι καθοριστικής σημασίας για την αύξηση της συχνότητας του μεταβολικού συνδρόμου. Σύμφωνα με στοιχεία από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, υπολογίζεται ότι το 2014, σε παγκόσμιο επίπεδο, το 39% των ενηλίκων ήταν υπέρβαροι και το 13% παχύσαρκοι.

Ανάλογα αποθαρρυντικά είναι και τα στοιχεία για τον σακχαρώδη διαβήτη, καθώς η παγκόσμια επίπτωση της νόσου μεταξύ ενηλίκων αυξήθηκε από 4,7% το 1980 σε 8,5% το 2014. Δεδομένα από τον ελληνικό πληθυσμό αναφέρουν επιπολασμό 20%-25% του μεταβολικού συνδρόμου σε ενήλικα άτομα.

Η παθογένεια του μεταβολικού συνδρόμου είναι ιδιαίτερα πολύπλοκη. Εμπλέκονται πολλαπλοί παθογενετικοί παράγοντες, μεταξύ των οποίων κυρίαρχο ρόλο φαίνεται ότι κατέχουν η παχυσαρκία και η αντίσταση των περιφερικών ιστών στην ινσουλίνη.

Υποστηρίζεται ότι σπλαγχνική παχυσαρκία σχετίζεται περισσότερο με τις μεταβολικές διαταραχές που απαρτίζουν το μεταβολικό σύνδρομο σε σχέση με την εναπόθεση του λίπους υποδορίως. Αυτό οφείλεται πιθανώς στο γεγονός ότι η κεντρική εναπόθεση λίπους σχετίζεται σε μεγαλύτερο βαθμό με αυξημένη αντίσταση στην ινσουλίνη. Παράλληλα, ενοχοποιούνται ανοσιακοί, φλεγμονώδεις, ορμονικοί, αγγειακοί και γενετικοί παράγοντες.

Οι μεταβολικές διαταραχές που αποτελούν τους παράγοντες κινδύνου για το μεταβολικό σύνδρομο είναι σε μεγάλο βαθμό αντιστρεπτές με τη μεταβολή των υγιεινοδιαιτητικών συνηθειών, η οποία θεωρείται ως η πρώτη γραμμή στη θεραπεία.

Η φαρμακευτική αγωγή μπορεί να χορηγηθεί στη συνέχεια ή παράλληλα, ανάλογα με τις ειδικές συνθήκες κάθε περίπτωσης.

Παρακολουθείστε την σχετική ομιλία της κας Γεωργίας Τσαγκαράκη – Παπαδοπούλου στην Ημερίδα: ΠΑΧΥΣΑΡΚΙΑ. Νόσος και Απειλή. Νεώτερες Εξελίξεις, που πραγματοποιήθηκε στις 9 & 10 Μαρτίου 2018.